Στο δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η Γη των Αμόλυντων» του Βαγγέλη Ιωσηφίδη η αγαπημένη τριάδα (Κάυλ-Λίβυ-Ντάρον) αναζητά τα υπόλοιπα αρχαία κειμήλια των Αμόλυντων, έχοντας αποκτήσει όλοι περισσότερη εμπειρία στις μαγικές τους ικανότητες. Όπως είθισται στο δεύτερο μέρος των σειρών φαντασίας έχει εκκωφαντική δράση από τα πρώτα κεφάλαια, αφού είχαμε ασχοληθεί στο πρώτο με την κοσμοπλασία και με την εισαγωγή των χαρακτήρων. Αγαπημένοι χαρακτήρες φυσικά παραμένουν ο Κάυλ με την ήρεμη δύναμή του και η Λίβυ με τη φλογερή προσωπικότητά της αλλά χαίρομαι που πλέον και ο Ντάρον μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Και οι τρεις τους εξασκούνται στη μαγεία, καταλαβαίνοντας τις δυνατότητες αλλά και τα όριά τους ενώ παράλληλα δένονται με πιο ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Πέραν της τριάδας, συστήνονται πολλοί νέοι χαρακτήρες που έχουν διηγηματικό ενδιαφέρον όπως το Πρώτο Μαύρο Κοράκι, ο Σίμα, ο Τολ και φυσικά η Ατάλαμα.
Θεμέλιος λίθος του βιβλίου είναι οι γλαφυρές περιγραφές χάρη στη ζωηρή φαντασία του συγγραφέα, εντυπωσιάστηκα σε πολλά κεφάλαια με την έμπνευσή του τόσο για τα μαγικά πλάσματα (Σκάμαντορ, Νέιρον) όσο και για τους μύθους που πλάθει για περιοχές (Όφένοθον). Γενικά θα χαρακτήριζα τον Βαγγέλη ως έναν παραμυθά που η φαντασία του δεν έχει όρια, όπως και οι ήρωές του τιθασεύει την ανόθευτη μαγεία που κρύβει μέσα του. Όπως και στο πρώτο βιβλίο, η γραφή του είναι ταξιδιάρικη, το ύφος παραστατικό και οι σκηνές μάχης άκρως εντυπωσιακές (ακόμη νιώθω τις φιδόμορφες φλόγες στην αρένα της φωτιάς). Λόγω του επίλογου ανυπομονώ πολύ να διαβάσω την «Πεμπτουσία» -το τρίτο μέρος της σειράς- και να ανακαλύψω πως θα εξελιχθεί το ταξίδι της τριάδας στη χερσόνησο Ίστεν.
«Μόνο όταν το Λευκό Κοράκι πετάξει πάνω απ’ τη Σιμινόθια θα επιστρέψει ο ήλιος μαζί του» .